- παρασκευαστικόν
- παρασκευαστικόςskilled in providingmasc acc sgπαρασκευαστικόςskilled in providingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασκευαστικός — ή, ό / παρασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [παρασκευάζω] ο ικανός, ο έμπειρος στο να προετοιμάζει κάτι αρχ. 1. προπαρασκευαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρασκευαστικόν σύνθημα που δινόταν σε ομάδα ανδρών ώστε να προετοιμαστούν για πορεία 3. φρ.… … Dictionary of Greek